- ἀδολεσχεῖ
- ἀ̱δολεσχεῖ , ἀδολεσχέωtalk idlypres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic)ἀ̱δολεσχεῖ , ἀδολεσχέωtalk idlypres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀδολέσχει — ἀ̱δολέσχει , ἀδολεσχέω talk idly imperf ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic) ἀ̱δολέσχει , ἀδολεσχέω talk idly pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἀ̱δολέσχει , ἀδολεσχέω talk idly imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωρίζω — Α (κατά τον Ησύχ.) (στο γ εν. πρόσ.) ὠρίζει «ὑπνοῑ, ὁμιλεῑ, φροντίζει, μεριμνᾷ, ἀδολεσχεῑ». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὦρος «ύπνος». Το ερμήνευμα ωστόσο τού τ. που παραδίδει ο Ησύχιος «ομιλώ, φροντίζω» δείχνει σύγχυση τού τ. με το ρ. ὀαρίζω «γλυκομιλώ» και τα … Dictionary of Greek